- φρενοπαθολογικός, -ή
- -ό επίρρ. -ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρενοπαθολογία (βλ. λ.): Φρενοπαθολογικές μελέτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρενοπαθολογικός — ή, ό, Ν [φρενοπαθολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φρενοπαθολογία. Επίρρ.) φρενοπαθολογικώς Ν από φρενοπαθολογική άποψη … Dictionary of Greek